- αμετάγραπτος
- ος , ον юр. незарегистрированный (о сделке и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμετάγραπτος — και φος, η, ο (Μ ἀμετάγραπτος, ον) [μεταγράφω] αυτός που δεν μεταγράφηκε, αυτός, τού οποίου δεν έγινε αντίγραφο νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί στο βιβλίο μεταγραφών τού υποθηκοφυλακείου 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξαναγραφεί … Dictionary of Greek
αμετάγραπτος — η, ο αυτός που δεν περάστηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου: Η αγοραπωλησία μένει ακόμη αμετάγραπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)